- πομπευτής
- πομπευτήςorganizermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομπευτής — ο, ΝΑ [πομπεύω] 1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή 2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής αρχ. (ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο … Dictionary of Greek
πομπευταῖς — πομπευτής organizer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευτῇ — πομπευτής organizer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)